Η αρχή έγινε την περίοδο 2003-2004, στη Θήβα, με την κατασκευή μιας μικρής μονάδας φυσικού αερίου, ισχύος 147 MW, της εταιρείας ΗΡΩΝ, του ομίλου της ΤΕΡΝΑ. Δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα της αυξημένης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας την περίοδο των ολυμπιακών αγώνων. Και το γεγονός πέρασε, σχεδόν, απαρατήρητο. Από τότε, μέχρι σήμερα, μια θυελλώδης ανάπτυξη μονάδων φυσικού αερίου τείνει να μετατρέψει την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Στερεάς και της Αττικής, με επίκεντρο τη Βοιωτία, στο νέο μεγάλο ενεργειακό κέντρο της χώρας.
Κοντά στις παλιές πετρελαϊκές μονάδες της ΔΕΗ, στο Λαύριο και στο Αλιβέρι (750 MW), άλλες 27 μονάδες φυσικού αερίου (συνολικής ισχύος 9.575 MW) λειτουργούν, κατασκευάζονται, έχουν άδεια παραγωγής, έχουν υποβάλλει αίτηση ή έχουν εξαγγελθεί στην ίδια περιοχή (αναλυτικά στον πίνακα). Συνολικά, 10.375 MW θερμικών σταθμών, όταν η συνολική εγκατεστημένη ισχύς θερμικών σταθμών στο σύνολο της ηπειρωτικής χώρας είναι, σήμερα, 10.480 MW.
Αυτή είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Η άλλη σχετίζεται με τη, σχεδόν, προφανή ανάγκη να συμβούν τα εξής δύο: αφ’ ενός, να υπάρξει συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, προκειμένου να μπούμε σε μια διαδικασία σταδιακής απεξάρτησης από το λιγνίτη και, αφ’ ετέρου, να υπάρξει διασπορά των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής (κατά προτίμηση, κοντά στις μεγάλες καταναλώσεις), ώστε να πάψουν οι λιγνιτικές περιοχές να σηκώνουν το μεγαλύτερο μέρος των βαρύτατων επιπτώσεων της ηλεκτροπαραγωγής.
Το ερώτημα που τίθεται, φυσιολογικά, είναι το αν αυτά που συμβαίνουν στην περιοχή του νέου ενεργειακού κέντρου είναι αποτέλεσμα μιας συγκροτημένης συνειδητής πολιτικής επιλογής, που υπηρετεί τις ανάγκες που προαναφέρθηκαν. Ας δούμε τι συμβαίνει στην πράξη:
• Σε συνθήκες πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, η πολιτεία εξακολουθεί, μέχρι σήμερα, να στερείται ενός μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, παρόλο που η σχετική υποχρέωση επιβάλλεται από σχετικό νόμο του κράτους (ν. 2773/99). Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι δεν υπάρχει δεσμευτικός στόχος για το επιθυμητό (ή το βέλτιστο) ποσοστό συμμετοχής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής.
• Το φυσικό αέριο είναι επίσης ορυκτό καύσιμο, με καθόλου αμελητέα συμμετοχή στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η διεύρυνση της χρήσης του στην ηλεκτροπαραγωγή έχει νόημα με την προϋπόθεση του περιορισμού των λιγνιτικών μονάδων ή, στη χειρότερη περίπτωση, του εμπλουτισμού του λιγνίτη, ώστε να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη απόδοση αυτών των μονάδων. Αυτό που βλέπουμε, όμως, είναι η δρομολόγηση 4 νέων λιγνιτικών μονάδων, ισχύος 1.910 MW, στη Δυτική Μακεδονία, χωρίς να είναι σαφές το αν και πότε θα κλείσουν οι πιο παλιές και ρυπογόνες και, στην περίπτωση που κλείσουν, το αν θα παραμείνουν ή όχι σε καθεστώς ψυχρής εφεδρείας. Παράλληλα, συζητείται το ενδεχόμενο νέων λιγνιτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελασσόνα και τη Δράμα και, γιατί όχι, νέων λιγνιτικών μονάδων.
• Το φυσικό αέριο έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως στην τελική κατανάλωση, υποκαθιστώντας, μεταξύ άλλων, και την ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό συνεπάγεται τεράστια εξοικονόμηση ενέργειας, αφού είναι γνωστό ότι οι ενεργειακές απώλειες όταν χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή είναι τεράστιες. Εκτός, λοιπόν, από το ποσοστό του στο ενεργειακό μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, έχει τεράστια σημασία και το ποσοστό του στην ηλεκτροπαραγωγή, σαν τμήμα της συνολικής κατανάλωσης φυσικού αερίου. Εδώ κατέχουμε την πανευρωπαϊκή πρωτιά, με το εξωφρενικό ποσοστό του 74% της συνολικής κατανάλωσης του φυσικού αερίου να αφορά στην ηλεκτροπαραγωγή (στοιχεία του 2008).
• Το 2003 εγκρίθηκε το περιφερειακό χωροταξικό πλαίσιο της Στερεάς, το 2008 το γενικό χωροταξικό και το ειδικό χωροταξικό για τις ΑΠΕ, το 2009 τα ειδικά χωροταξικά για τη βιομηχανία και τον τουρισμό. Δεν θα πέσει κανείς από τα σύννεφα, αν επισημάνουμε ότι σε κανένα από αυτά τα σχέδια δεν γίνεται, καν, αναφορά σε μια κολοσσιαία ενεργειακή επέμβαση, σαν αυτή που περιγράφουμε.
• Μία από τις νέες μονάδες, αυτή του ομίλου Μυτιληναίου στην Αντίκυρα Βοιωτίας (ΣΗΘ, 334 MW), έχει συνδεθεί με το σύστημα, παράγει ηλεκτρική ενέργεια, τα δύο τελευταία χρόνια, χωρίς άδεια λειτουργίας. Μια άλλη μονάδα, αυτή της ΔΕΗ στο Αλιβέρι (400 MW), κατασκευάζεται, από τη ΜΕΤΚΑ του ομίλου Μυτιληναίου, πάνω σε αρχαιολογικά ευρήματα και ενώ δεν έχει οριστικοποιηθεί ο τρόπος μεταφοράς του φυσικού αερίου σε αυτήν.
• Και, φυσικά, κανείς δεν μπήκε, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, στον κόπο να ενημερώσει τις τοπικές κοινωνίες για τη ριζική και βίαιη αλλαγή της φυσιογνωμίας της ευρύτερης περιοχής, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα και αποτελεί, ήδη, κοινή συνείδηση των πολιτών της Βοιωτίας και της ευρύτερης περιοχής. Η εκρηκτική εισαγωγή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή γίνεται με απολύτως ανεξέλεγκτο τρόπο, ενθαρρύνεται από το υφιστάμενο καθεστώς της απελευθέρωσης αγοράς ενέργειας και υπαγορεύεται από τα στενά κερδοσκοπικά συμφέροντα των ιδιωτών επενδυτών, που εκμεταλλεύονται την προνομιακή θέση γειτνίασης με τα κεντρικά δίκτυα του φυσικού αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας και των οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών.
Κοντά στις παλιές πετρελαϊκές μονάδες της ΔΕΗ, στο Λαύριο και στο Αλιβέρι (750 MW), άλλες 27 μονάδες φυσικού αερίου (συνολικής ισχύος 9.575 MW) λειτουργούν, κατασκευάζονται, έχουν άδεια παραγωγής, έχουν υποβάλλει αίτηση ή έχουν εξαγγελθεί στην ίδια περιοχή (αναλυτικά στον πίνακα). Συνολικά, 10.375 MW θερμικών σταθμών, όταν η συνολική εγκατεστημένη ισχύς θερμικών σταθμών στο σύνολο της ηπειρωτικής χώρας είναι, σήμερα, 10.480 MW.
Αυτή είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Η άλλη σχετίζεται με τη, σχεδόν, προφανή ανάγκη να συμβούν τα εξής δύο: αφ’ ενός, να υπάρξει συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, προκειμένου να μπούμε σε μια διαδικασία σταδιακής απεξάρτησης από το λιγνίτη και, αφ’ ετέρου, να υπάρξει διασπορά των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής (κατά προτίμηση, κοντά στις μεγάλες καταναλώσεις), ώστε να πάψουν οι λιγνιτικές περιοχές να σηκώνουν το μεγαλύτερο μέρος των βαρύτατων επιπτώσεων της ηλεκτροπαραγωγής.
Το ερώτημα που τίθεται, φυσιολογικά, είναι το αν αυτά που συμβαίνουν στην περιοχή του νέου ενεργειακού κέντρου είναι αποτέλεσμα μιας συγκροτημένης συνειδητής πολιτικής επιλογής, που υπηρετεί τις ανάγκες που προαναφέρθηκαν. Ας δούμε τι συμβαίνει στην πράξη:
• Σε συνθήκες πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, η πολιτεία εξακολουθεί, μέχρι σήμερα, να στερείται ενός μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, παρόλο που η σχετική υποχρέωση επιβάλλεται από σχετικό νόμο του κράτους (ν. 2773/99). Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι δεν υπάρχει δεσμευτικός στόχος για το επιθυμητό (ή το βέλτιστο) ποσοστό συμμετοχής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής.
• Το φυσικό αέριο είναι επίσης ορυκτό καύσιμο, με καθόλου αμελητέα συμμετοχή στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η διεύρυνση της χρήσης του στην ηλεκτροπαραγωγή έχει νόημα με την προϋπόθεση του περιορισμού των λιγνιτικών μονάδων ή, στη χειρότερη περίπτωση, του εμπλουτισμού του λιγνίτη, ώστε να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη απόδοση αυτών των μονάδων. Αυτό που βλέπουμε, όμως, είναι η δρομολόγηση 4 νέων λιγνιτικών μονάδων, ισχύος 1.910 MW, στη Δυτική Μακεδονία, χωρίς να είναι σαφές το αν και πότε θα κλείσουν οι πιο παλιές και ρυπογόνες και, στην περίπτωση που κλείσουν, το αν θα παραμείνουν ή όχι σε καθεστώς ψυχρής εφεδρείας. Παράλληλα, συζητείται το ενδεχόμενο νέων λιγνιτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελασσόνα και τη Δράμα και, γιατί όχι, νέων λιγνιτικών μονάδων.
• Το φυσικό αέριο έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως στην τελική κατανάλωση, υποκαθιστώντας, μεταξύ άλλων, και την ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό συνεπάγεται τεράστια εξοικονόμηση ενέργειας, αφού είναι γνωστό ότι οι ενεργειακές απώλειες όταν χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή είναι τεράστιες. Εκτός, λοιπόν, από το ποσοστό του στο ενεργειακό μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, έχει τεράστια σημασία και το ποσοστό του στην ηλεκτροπαραγωγή, σαν τμήμα της συνολικής κατανάλωσης φυσικού αερίου. Εδώ κατέχουμε την πανευρωπαϊκή πρωτιά, με το εξωφρενικό ποσοστό του 74% της συνολικής κατανάλωσης του φυσικού αερίου να αφορά στην ηλεκτροπαραγωγή (στοιχεία του 2008).
• Το 2003 εγκρίθηκε το περιφερειακό χωροταξικό πλαίσιο της Στερεάς, το 2008 το γενικό χωροταξικό και το ειδικό χωροταξικό για τις ΑΠΕ, το 2009 τα ειδικά χωροταξικά για τη βιομηχανία και τον τουρισμό. Δεν θα πέσει κανείς από τα σύννεφα, αν επισημάνουμε ότι σε κανένα από αυτά τα σχέδια δεν γίνεται, καν, αναφορά σε μια κολοσσιαία ενεργειακή επέμβαση, σαν αυτή που περιγράφουμε.
• Μία από τις νέες μονάδες, αυτή του ομίλου Μυτιληναίου στην Αντίκυρα Βοιωτίας (ΣΗΘ, 334 MW), έχει συνδεθεί με το σύστημα, παράγει ηλεκτρική ενέργεια, τα δύο τελευταία χρόνια, χωρίς άδεια λειτουργίας. Μια άλλη μονάδα, αυτή της ΔΕΗ στο Αλιβέρι (400 MW), κατασκευάζεται, από τη ΜΕΤΚΑ του ομίλου Μυτιληναίου, πάνω σε αρχαιολογικά ευρήματα και ενώ δεν έχει οριστικοποιηθεί ο τρόπος μεταφοράς του φυσικού αερίου σε αυτήν.
• Και, φυσικά, κανείς δεν μπήκε, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, στον κόπο να ενημερώσει τις τοπικές κοινωνίες για τη ριζική και βίαιη αλλαγή της φυσιογνωμίας της ευρύτερης περιοχής, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα και αποτελεί, ήδη, κοινή συνείδηση των πολιτών της Βοιωτίας και της ευρύτερης περιοχής. Η εκρηκτική εισαγωγή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή γίνεται με απολύτως ανεξέλεγκτο τρόπο, ενθαρρύνεται από το υφιστάμενο καθεστώς της απελευθέρωσης αγοράς ενέργειας και υπαγορεύεται από τα στενά κερδοσκοπικά συμφέροντα των ιδιωτών επενδυτών, που εκμεταλλεύονται την προνομιακή θέση γειτνίασης με τα κεντρικά δίκτυα του φυσικού αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας και των οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών.
Τάσος Κεφαλάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου